- διαιρετός
- διαιρετόςdividedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαιρετός — ή, ό (AM διαιρετός, ή, όν) [διαιρώ] 1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόν η διαιρετότητα αρχ. 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη 2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος 3. ο ευδιάκριτος νεοελλ … Dictionary of Greek
διαιρετός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, να χωρισθεί: Άρτιοι ονομάζονται οι αριθμοί που είναι διαιρετοί με το δύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιρετά — διαιρετός divided neut nom/voc/acc pl διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc/acc dual διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετόν — διαιρετός divided masc acc sg διαιρετός divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρεταῖς — διαιρετός divided fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρεταί — διαιρετός divided fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετοῖς — διαιρετός divided masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετοί — διαιρετός divided masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετοῦ — διαιρετός divided masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετούς — διαιρετός divided masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)